λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek
λίβος — (I) λίβος, τὸ (Α) 1. σταλαγμός, σταλαγματιά 2. είδος κολλυρίου 3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα τα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό τού τόνου]. (II) λίβος, τὸ (Α) είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.… … Dictionary of Greek
λιβός — λίψ 1 the SW. wind masc gen sg λίψ 2 stream fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
λίβω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λείβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιβ. (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω] … Dictionary of Greek
λιβάζω — (Α) 1. αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες, σταλάζω 2. μέσ. λιβάζομαι πέφτω σταγόνα σταγόνα, στάζω 3. φρ. «γῆ λιβάζουσα» γη γεμάτη λιμνάζοντα ύδατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρυάκι, ρεύμα»] … Dictionary of Greek
λιβάς — (I) λιβάς, άδος, ἡ (ΑM) λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.) αρχ. 1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού 2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό… … Dictionary of Greek
λιβηρός — λιβηρός, ά, όν (Α) υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. ηρός (πρβλ. ηχ ηρός, μοχθηρός)] … Dictionary of Greek
λιβικός — λιβικός, ή, όν (Α) δυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «λίβας, δυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
λιβοφοίνιξ — λιβοφοῑνιξ, ικος, ὁ (Α) ο λίβας που έρχεται από τη Λιβύη, λιβόνοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «λίβας» + Φοῖνιξ «Καρχηδόνιος»] … Dictionary of Greek
λιβρός — λιβρός, ά, όν (Α) σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» ζοφερή νύχτα, ΕΜ β. «ὀλὸς λιβρός» μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω και συνδέεται … Dictionary of Greek